Dictionary of Greek. 2013.
στρεσάρω — στρεσάρω, στρεσάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρεσάρισμα — το, Ν [στρεσάρω] το αποτέλεσμα τού στρεσάρω … Dictionary of Greek